Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καπλαμάς
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καπλαμάς ο [kaplamás] Ο1 : λεπτό φύλλο ξύλου, με το οποίο επενδύεται μια επιφάνεια από ξύλο κατώτερης ποιότητας: ~ καρυδιάς / από μαόνι. || (ως επίθ.): H πόρτα είναι ~, δεν είναι μασίφ.

[τουρκ. kaplama ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go