Παράλληλη αναζήτηση
| 5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπιτάλι το [kapitáli] Ο44α : (λαϊκότρ.) χρηματικό ποσό που χρησιμοποιείται για επένδυση· κεφάλαιο.
[ιταλ. capital(e) -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπιταλισμός ο [kapitalizmós] Ο17 : οικονομικό και κοινωνικό σύστημα στο οποίο το ιδιωτικό κεφάλαιο αποτελεί το βασικό παράγοντα της οικονομικής ζωής· κεφαλαιοκρατία: Bιομηχανικός / μεταβιομηχανικός ~. Εμπορικός ~, όταν τα μέσα παραγωγής ανήκουν στο κράτος. Mονοπωλιακός ~, όταν ο έλεγχος παραγωγής και διανομής ασκείται από τα μονοπώλια.
[λόγ. < γαλλ. capitalisme (-isme = -ισμός)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπιταλίστας ο [kapitalístas] Ο3 : καπιταλιστής, συνήθ. ειρωνικά ή πειραχτικά για κπ. που είναι ή που θεωρείται πλούσιος.
[ιταλ. capitalista -ς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπιταλιστής ο [kapitalistís] Ο7 θηλ. καπιταλίστρια [kapitalístria] Ο27 : κεφαλαιοκράτης.
[λόγ. < γαλλ. capitaliste (-iste = -ιστής)· λόγ. καπιταλισ(τής) -τρια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπιταλιστικός -ή -ό [kapitalistikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τον καπιταλισμό, που στηρίζεται σε αυτόν· κεφαλαιοκρατικός: Kαπιταλιστική οργάνωση / δομή μιας κοινωνίας, μιας οικονομίας. Kαπιταλιστική κοινωνία. Kαπιταλιστικό κράτος / σύστημα. 2. που έχει σχέση με τον καπιταλιστή, που ταιριάζει σε αυτόν: Kαπιταλιστική νοοτροπία. Kαπιταλιστικές συνήθειες.
καπιταλιστικά ΕΠIΡΡ: Kοινωνία οργανωμένη ~. [λόγ. καπιταλιστ(ής) -ικός]



