Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπετανάτο το [kapetanáto] Ο39 : 1. στην Tουρκοκρατία: α. περιοχή που βρισκόταν στη δικαιοδοσία ενός καπετάνιου. β. η εξουσία, η αρχή του καπετάνιου. || (επέκτ., πληθ.) το σύνολο των καπετάνιων. 2. (μτφ.) μειωτικός χαρακτηρισμός ομάδας ανθρώπων, που λειτουργεί σαν κλίκα για την επιβολή των απόψεών της και των προσωπικών συμφερόντων της.
[καπετάν(ος δες στο καπετάν) -άτο]



