Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καπελ
14 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
καπελ(λ),
βλ. καππελλ‑.
[Λεξικό Κριαρά]
καπέλα η.
  • Mεγάλο καπέλο·
    • (εδώ ειρων. προκ. για πλατύγυρα καπέλα ρωμαιοκαθολικών ιερωμένων):
      • τους καρδιναλαίους … τους κάμνει και σκοτίζονται και χάνουν τες καπέλες (Iστ. Bλαχ. 2846).

[<ουσ. καπέλο + κατάλ. α (Mηνάς 1978: 88), αν δεν πρόκ. για λ. καππέλλα <ιταλ. cappella = μικρή εκκλησία, παρεκκλήσι (Somav., λ. καπέλα)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καπελάδικο το [kapeláδiko] Ο41 : εργαστήριο κατασκευής καπέλων, που λειτουργεί και ως κατάστημα πώλησης.

[καπέλ(ο) -άδικο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καπελαδούρα η [kapelaδúra] Ο25α : (συνήθ. ειρ.) καπέλο με πολύ μεγάλο γύρο.

[βεν. *capeladura (πρβ. ιταλ. capellatura `φύλλωμα δέντρου΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάπελας ο [kápelas] Ο5 (χωρίς πληθ.) : (παρωχ.) ταβερνιάρης.

[αρχ. κάπηλ(ος) `ταβερνιάρης΄ μεταπλ. -ας με τροπή του άτ. [i > e] πριν από [l] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καπελάς ο [kapelás] Ο1 θηλ. καπελού [kapelú] Ο37 : αυτός που κατασκευάζει και πουλάει καπέλα. || (θηλ.) αυτή που κατασκευάζει και πουλάει γυναικεία καπέλα.

[καπέλ(ο) -άς· καπελ(άς) -ού]

[Λεξικό Κριαρά]
καπελειό το,
βλ. καπηλείο(ν).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καπελιέρα η [kapeléra] Ο25α : ειδική κυλινδρική θήκη για τη φύλαξη και για τη μεταφορά καπέλων.

[ιταλ. cappelliera]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καπελίνα η [kapelína] Ο25α : γυναικείο καπέλο με πολύ μεγάλο γύρο.

[ιταλ. cappellina]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καπελίνο το [kapelíno] Ο39 : (κυρ. ειρ.) μικρό γυναικείο καπέλο.

[ιταλ. cappellino `καπελάκι΄]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες