Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καπαμάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καπαμάς ο [kapamás] Ο1 : (μαγειρ.) 1. τρόπος παρασκευής αρνίσιου ή μοσχαρίσιου κρέατος, με ντομάτα και με καρυκεύματα: Tο αρνάκι θα το κάνω καπαμά. 2. φαγητό μαγειρεμένο με τον παραπάνω τρόπο: Φάγαμε καπαμά. Mου αρέσει ο ~.

[τουρκ. kapama ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες