Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καπακώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καπακώνω [kapakóno] -ομαι Ρ1 : 1. σκεπάζω κτ. με καπάκι. ANT ξεκαπακώνω: Kαπάκωσα την κατσαρόλα. Tο μπουκάλι δεν είναι καλά καπακωμένο. || (επέκτ., οικ.) σκεπάζω κτ. με οτιδήποτε μοιάζει με καπάκι. 2. (μτφ., λαϊκ.) α. συγκαλύπτω κτ., το αποσιωπώ: Tην καπάκωσαν την ιστορία. β. εξαπατώ κπ.

[καπάκ(ι) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες