Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καπέλωμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καπέλωμα το [kapéloma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα ιδίως του καπελώνω2: Tο ~ του φεμινισμού από τις κομματικές οργανώσεις.

[καπελώ(νω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go