Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καπάς ο,
- βλ. γαμπάς.
[Λεξικό Κριαρά]
- καπάσιον το· καπάσι.
-
- Κάλυμμα κεφαλής αξιωματούχων και ιερωμένων:
- (Σταυριν. 951), (Αρσ., Κόπ. διατρ. [579]).
[πιθ. σχετ. με το ουσ. κάπα ή με λατ. *capacium (REW 1623)· πβ. Meyer, NS III 26 και Rohlfs, λ. ‑σα. Ο τ. στο Meursius (λ. ‑ιον), το Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Meursius]
- Κάλυμμα κεφαλής αξιωματούχων και ιερωμένων: