Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κανών ο· κανόνας.
-
- 1)
- α) Σύστημα τροπαρίων που περιλαμβάνει εννέα ωδές:
- (Ντελλαπ., Στ. θρην. 676)·
- β) ύμνος, ψαλμός:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1612).
- α) Σύστημα τροπαρίων που περιλαμβάνει εννέα ωδές:
- 2) Διάταξη· ειδικές ρυθμιστικές διατάξεις (στην εκκλησία), το «τυπικό» στις μονές, δόγμα:
- (Ιερόθ. Αββ. 334), (Ελλην. νόμ. 51629).
- 3) Εκκλησιαστική ποινή για μετάνοια, τιμωρία, επιτίμιο:
- Περί μοιχείας και του κανόνος αυτής (Βακτ. αρχιερ. 170)·
- να κάμουν κανόναν, να νηστεύσουν (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 4v).
- 4) (Για πρόσωπο) υπόδειγμα ορθότητας:
- πενθήσατε … οι αρχιερείς τον κανόνα της ιεροσύνης (Χίκα, Μονωδ. 154).
- Εκφρ.
- 1) Άνθρωπος του κανόνος = ρωμαιοκαθολικός μοναχός:
- (Ασσίζ. 10729).
- 2) Μάστορος του κανόνος = ηγούμενος ρωμαιοκαθολικού μοναχικού τάγματος:
- (Ασσίζ. 947).
[αρχ. ουσ. κανών. Ο τ. και σήμ.]
- 1)