Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καντόνι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
καντόνι το· καντούνι.
  • 1) Γωνία κτηρίου, κάστρου· κόχη:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4539, 47515).
  • 2) Γωνιά του δρόμου, στενός δρόμος:
    • (αυτ. 20311).

[<βεν. canton - ιταλ. cantone. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καντόνιο το [kantónio] Ο40 & καντόνι το [kantóni] Ο44 : διοικητική περιφέρεια σε χώρες της δυτικής Ευρώπης και κυρίως καθένα από τα ομόσπονδα κρατίδια της Ελβετίας.

[λόγ. επίδρ. στο καντόνι < ιταλ. canton(e) < γαλλ. canton]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go