Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καντηλιέρι το [kandiléri] & καντηλέρι το [kandiléri] Ο44 : κηροπήγιο.
[βεν. candelier (< γαλλ. chandelier) -ι ( [e > i] κατά το καντήλα 1)· τροπή του ουρανικού [l] σε φατνιακό [l] κατά το καντήλα]