Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καντηλιάζω 1 [kandilázo] Ρ2.1α : (λαϊκότρ.) πετώ κτ. ψηλά, κυρίως το χαρταετό.
[καντήλ(α) 1 -ιάζω (ίσως από την εικόνα της φλόγας που μπορεί να τιναχτεί ψηλά)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καντηλιάζω 2 : (οικ.) βγάζω καντήλες 2.
[καντήλ(α) 2 -ιάζω]