Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καντήλα
4 items total [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
καντήλα η,
βλ. κανδήλα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καντήλα 1 η [kandíla] Ο25 : μεγάλο καντήλι που κρέμεται από το εικονοστάσιο με αλυσίδα. (έκκλ.) Aκοίμητη* ~. || καντήλι.

[μσν. καντήλα < ελνστ. κανδήλα, κανδήλη (προφ. [nd] ) < λατ. candela]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καντήλα 2 η : (οικ.) φουσκάλα με υγρό που σχηματίζεται στο δέρμα: Kάη κα και σήκωσε ~ το χέρι μου. Έκαναν καντήλες τα πόδια μου από το περπάτημα.

[< καντήλα 1, ίσως επειδή μπορεί να προξενήσει κάψιμο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καντηλανάφτης ο [kandilanáftis] Ο10 θηλ. καντηλανάφτισσα [kandilaná ftisa] Ο27 : αυτός που ανάβει τα καντήλια στην εκκλησία. || νεωκόρος.

[καντήλ(α), καντήλ(ι) + αναπ- (ανάβω) -της με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] · καντηλανάφτ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go