Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κανονιοφόρος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανονιοφόρος η [kanoniofóros] Ο35 : ελαφρό πολεμικό σκάφος, εξοπλισμένο με πυροβόλα, το οποίο λόγω του μικρού βυθίσματός του χρησιμοποιείται σε παράκτιες επιχειρήσεις και γενικά σε αβαθή νερά. (έκφρ.) διπλωματία των κανονιοφόρων, στη διεθνή πολιτική ορολογία, η διπλωματία που στηρίζεται στην επίδειξη στρατιωτικής δυνάμεως, κυρίως σε περιόδους κρίσεως.

[λόγ. κανόνι(ον δες στο κανονιοβολώ) -ο- + -φόρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go