Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κανονιοστάσιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανονιοστάσιο το [kanoniostásio] & κανονοστάσιο το [kanonostásio] Ο42 : πυροβολείο.

[λόγ. κανόνι(ον δες στο κανονιοβολώ), κανόν(ι) -ο- + -στάσιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες