Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κανονιοβολώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανονιοβολώ [kanoniovoló] -ούμαι Ρ10.9 : ρίχνω βολές πυροβόλου, χτυπώ με βλήματα κανονιού: Επιβατικό πλοίο κανονιοβολήθηκε από πολεμικό.

[λόγ. κανόνι(ον: λόγ. επίδρ. στο κανόνι 1) -ο- + -βολώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες