Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κανονικώς, επίρρ.
-
- 1) Σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες:
- κανονικώς εκ της … εκκλησίας την ιεροσύνην λαβών (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 2830).
- 2) Σύμφωνα με τις νομικές διατάξεις, με το σωστό τρόπο:
- ορμάστην με τον κυρ δείνα νομίμως και κανονικώς (Ελλην. νόμ. 54720).
[<επίθ. κανονικός]
- 1) Σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες:



