Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κανονίδι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανονίδι το [kanoníδi] Ο44α : (οικ.) συνεχείς βολές κανονιού· κανονιοβολισμός: Tο ~ κράτησε όλη τη μέρα.

[κανόν(ι) 1 -ίδι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go