Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κανονάκι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανονάκι το [kanonáki] Ο44 : έγχορδο λαϊκό μουσικό όργανο, σε σχήμα τραπεζίου με τη δεξιά πλευρά κάθετη προς τη μεγάλη βάση και με τις χορδές κατά μήκος των παράλληλων πλευρών· παίζεται με δύο πένες, δεμένες στους δείκτες των χεριών με μετάλλινες δαχτυλήθρες.

[κανόν(ι) 2 -άκι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go