Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κανναβάτσο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανναβάτσο το [kanavátso] Ο39 & κανναβάτσα η [kanavátsa] Ο25 : είδος χοντρού, σκληρού και αραιού υφάσματος από ίνες κανναβιού ή λινού: Πίνακας ζωγραφισμένος σε ~. Πέτα φοδραρισμένα με ~ για να μη ζαρώνουν. (έκφρ.) τον πέταξε στο ~, τον εξουδετέρωσε, τον έθεσε εκτός μάχης.

[μσν. καναβάτσο(ν) < βεν. canavazza θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.· βεν. canavazza (ορθογρ. κατά το καννάβι)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go