Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κανισκίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κανισκίζω.
  • Δίνω σε κάπ. δώρα:
    • (Αλεξ. 2378).

[<κανισκεύω κατά ρ. σε ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες