Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κανιβαλισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανιβαλισμός ο [kanivalizmós] Ο17 : 1α. συνήθεια, έθιμο πρωτόγονων λαών να τρώνε ανθρώπινο κρέας· ανθρωποφαγία. β. (μτφ.) συμπεριφορά ανθρώπου που, για να επικρατήσει στην κοινωνία, χρησιμοποιεί σκληρά και απάνθρωπα μέσα. 2. (ζωολ.) η συνήθεια που έχουν ορισμένα ζώα να καταβροχθίζουν συγγενικά τους είδη, όταν αντιμετωπίζουν έλλειψη τροφής ή σε περίπτωση υπερπληθυσμού.

[λόγ. κανίβαλ(ος) -ισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go