Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κανδηλάπτης ο.
-
- (Εκκλ.) ο επιφορτισμένος με το άναμμα και τη συντήρηση των καντηλιών, το κάλεσμα των πιστών στην εκκλησία, κτλ., νεωκόρος:
- Καίεται και κανδήλιον … και πλύνει το κατά καιρόν αυτός ο κανδηλάπτης (Παϊσ., Ιστ. Σινά 714).
[μτγν. ουσ. κανδηλάπτης. Τ. ‑φτης σήμ. ποντ.]
- (Εκκλ.) ο επιφορτισμένος με το άναμμα και τη συντήρηση των καντηλιών, το κάλεσμα των πιστών στην εκκλησία, κτλ., νεωκόρος:



