Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καναρίνι το [kanaríni] Ο44 : μικρό ωδικό πτηνό, του οποίου το πιο γνωστό είδος έχει κίτρινο πτέρωμα και ζει και πολλαπλασιάζεται σε αιχμαλωσία (σε κλουβί).
καναρινάκι το YΠΟKΟΡ. [βεν. canarin -ι]



