Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κανίσκι
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανίσκι το [kaníski] Ο44 : μικρό πανέρι που συνήθ. το γέμιζαν με δώρα και το έστελναν σε επίσημες οικογενειακές τελετές, π.χ. σε γάμους, βαφτίσια κτλ. || (επέκτ., λαϊκότρ.) οποιοδήποτε δώρο· πεσκέσι.

[μσν. κανίσκι(ν) < αρχ. κανίσκιον `καλαμένιο καλαθάκι΄]

[Λεξικό Κριαρά]
κανίσκι το,
βλ. κανίσκιον.
[Λεξικό Κριαρά]
κανισκίζω.
  • Δίνω σε κάπ. δώρα:
    • (Αλεξ. 2378).

[<κανισκεύω κατά ρ. σε ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
κανίσκιον το· κανίσκι· κανίσκιν· κανίσχι· κανίσχιν· κανίσχιον.
  • 1) Πανέρι, κάνιστρο:
    • (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2705).
  • 2) Δώρο:
    • πολλά τον ετίμησεν και πλούσια κανισκία του έδωκεν (Μαχ. 62818).
  • 3) Προγαμιαία δωρεά:
    • η προγάμου δωρεά, ήγουν το κανίσκι τό στείλει γαμβρός προς την νύμφην (Ελλην. νόμ. 52824).
  • 4) Προσφορά στο Θεό, θυσία αναίμακτη:
    • να κάμει ο ιεριάς το κανίσκι του και το συγκέρασμά του (Πεντ. Αρ. VI 17).
  • 5) Είδος φορολογικής εισφοράς:
    • Κανίσκι ουδέ χαράτσι δεν πλερώνει (Λεηλ. Παροικ. 519).

[αρχ. ουσ. κανίσκιον. Oι τ. ι και ιν και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κανισκιόπουλο το.
  • Μικρό κάνιστρο (με δώρα):
    • (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2706).

[<ουσ. κανίσκιον + κατάλ. πουλο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες