Παράλληλη αναζήτηση
13 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κανίς το [kanís] Ο (άκλ.) : ράτσα μικρόσωμου σκυλιού με μακρύ και σγουρό μαλλί: Tα ~ είναι σκυλιά του σαλονιού.
[λόγ. < γαλλ. caniche]
[Λεξικό Κριαρά]
- κανισκεύγω,
- βλ. κανισκεύω.
[Λεξικό Κριαρά]
- κανίσκευμα το· κανίσκεμαν.
-
- 1) Δώρο, χάρισμα:
- (Ιστ. Μαρκ. 241).
- 2) Δωροδοκία:
- (Σαχλ., Αφήγ. 363).
[<κανισκεύω + κατάλ. ‑μα. Τ. κανίσκεμα στο Βλάχ. Η λ. στο Somav. (λ. ‑σκεμα)]
- 1) Δώρο, χάρισμα:
[Λεξικό Κριαρά]
- κανισκεύω· κανισκεύγω.
-
- 1) Κάνω σε κάπ. δώρο, χαρίζω:
- δεν ηξεύραν τι ήτον του στρατιωτού να πέμψουν … και να τον κανισκέψουν (Δαρκές, Προσκυν. [110]).
- 2) (Μεταφ.) κάνω χάρισμα, «ξεπουλώ»:
- έτσι εγοργοβαρέθη με και θα με κανισκέψει (Ροδολ. Δ´ 193).
- 3) Δωροδοκώ:
- ωσάν τονε μπουκώσουν και δώσωσιν τα πέρπυρα, … και κανισκέψουν τον καλά, διαβαίνει η μανιά του (Σαχλ., Αφήγ. 507).
[<ουσ. κανίσκι + κατάλ. ‑εύω. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. κρήτ. Η λ. στο Meursius (‑ειν) και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Κάνω σε κάπ. δώρο, χαρίζω:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κανίσκι το [kaníski] Ο44 : μικρό πανέρι που συνήθ. το γέμιζαν με δώρα και το έστελναν σε επίσημες οικογενειακές τελετές, π.χ. σε γάμους, βαφτίσια κτλ. || (επέκτ., λαϊκότρ.) οποιοδήποτε δώρο· πεσκέσι.
[μσν. κανίσκι(ν) < αρχ. κανίσκιον `καλαμένιο καλαθάκι΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- κανίσκι το,
- βλ. κανίσκιον.
[Λεξικό Κριαρά]
- κανισκίζω.
-
- Δίνω σε κάπ. δώρα:
- (Αλεξ. 2378).
[<κανισκεύω κατά ρ. σε ‑ίζω]
- Δίνω σε κάπ. δώρα:
[Λεξικό Κριαρά]
- κανίσκιον το· κανίσκι· κανίσκιν· κανίσχι· κανίσχιν· κανίσχιον.
-
- 1) Πανέρι, κάνιστρο:
- (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2705).
- 2) Δώρο:
- πολλά τον ετίμησεν και πλούσια κανισκία του έδωκεν (Μαχ. 62818).
- 3) Προγαμιαία δωρεά:
- η προγάμου δωρεά, ήγουν το κανίσκι τό στείλει γαμβρός προς την νύμφην (Ελλην. νόμ. 52824).
- 4) Προσφορά στο Θεό, θυσία αναίμακτη:
- να κάμει ο ιεριάς το κανίσκι του και το συγκέρασμά του (Πεντ. Αρ. VI 17).
- 5) Είδος φορολογικής εισφοράς:
- Κανίσκι ουδέ χαράτσι δεν πλερώνει (Λεηλ. Παροικ. 519).
[αρχ. ουσ. κανίσκιον. Oι τ. ‑ι και ‑ιν και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Πανέρι, κάνιστρο:
[Λεξικό Κριαρά]
- κανισκιόπουλο το.
-
- Μικρό κάνιστρο (με δώρα):
- (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2706).
[<ουσ. κανίσκιον + κατάλ. ‑πουλο]
- Μικρό κάνιστρο (με δώρα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κανίστρι το [kanístri] Ο44 : (λαϊκότρ.) πανέρι.
[μσν. κανίστρι(ον) υποκορ. του αρχ. κάνιστρον]