Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κανί
20 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανί 1 το [kaní] Ο43 & κανίο το [kanío] Ο39 : ραντιστήρι, κυρίως ως εκκλησιαστικό σκεύος.

[μσν. καννί(ον) `κύπελλο΄ υποκορ. του ελνστ. κάννα `καλάμι΄ (δες στο κάννη) (ορθογρ. απλοπ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανί 2 το (συνήθ. πληθ.) : (ειρ.) μακριά και αδύνατα πόδια: Άπλωσε τα κανιά του. Mάζεψε τα κανιά σου. Έχει στραβά κανιά, είναι στραβοκάνης.

[μσν. καννί(ον) `κόνδυλος καλαμιού΄ υποκορ. του ελνστ. κάννα `καλάμι΄ (δες στο κάννη) (ορθογρ. απλοπ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανιβαλικός -ή -ό [kanivalikós] Ε1 : 1α. που έχει σχέση με τον κανιβαλισμό, που αναφέρεται στη φυλή των κανιβάλων· ανθρωποφαγικός: Kανιβαλικές συνήθειες. β. (μτφ.) που τον χαρακτηρίζει η αγριότητα των κανι βάλων: Kανιβαλική ωμότητα. Kανιβαλικά ένστικτα. || (ψυχαν.) Kανιβαλικές επιθυμίες. 2. (ζωολ.) που τον χαρακτηρίζει ο κανιβαλισμός: Kανιβαλικές ανεμώνες.

[λόγ. κανίβαλ(ος) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανιβαλισμός ο [kanivalizmós] Ο17 : 1α. συνήθεια, έθιμο πρωτόγονων λαών να τρώνε ανθρώπινο κρέας· ανθρωποφαγία. β. (μτφ.) συμπεριφορά ανθρώπου που, για να επικρατήσει στην κοινωνία, χρησιμοποιεί σκληρά και απάνθρωπα μέσα. 2. (ζωολ.) η συνήθεια που έχουν ορισμένα ζώα να καταβροχθίζουν συγγενικά τους είδη, όταν αντιμετωπίζουν έλλειψη τροφής ή σε περίπτωση υπερπληθυσμού.

[λόγ. κανίβαλ(ος) -ισμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανίβαλος ο [kanívalos] Ο20α : 1. μέλος πρωτόγονης φυλής που τρώει ανθρώπινο κρέας· ανθρωποφάγος. 2. (μτφ.) α. χαρακτηρισμός ανθρώπου που, για να επικρατήσει στην κοινωνία, δε διστάζει να εξοντώσει ή να εκμηδενίσει τους συνανθρώπους του. β. (συνήθ. πληθ., μειωτ.) χαρακτηρισμός ομάδας πολύ άτακτων παιδιών ή νεαρών: Ήρθαν οι κανίβαλοι και τα γκρέμισαν όλα. Πηδούν και φωνάζουν σαν κανίβαλοι.

[λόγ. < ισπαν. canibal -ος από γλ. Ινδιάνων της Καραϊβικής (`γενναίος΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
κανίκλειον το.
  • Μελανοδοχείο·
    • έκφρ. ο επί (του) κανικλείου = γραμματέας του Βυζαντινού αυτοκράτορα:
      • (Σφρ., Χρον. 864), (Μαλαξός, Νομοκ. 515).

[<μεσν. λατ. can(n)iculum (Psaltes 1913: 181). Η λ. το 10. αι. (Soph.)· βλ. και Du Cange]

[Λεξικό Κριαρά]
κανιόλα η.
  • Ύφαλος, ξέρα:
    • (Πορτολ. Α 32831‑2).

[<ιταλ. *seccagnola]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανίς το [kanís] Ο (άκλ.) : ράτσα μικρόσωμου σκυλιού με μακρύ και σγουρό μαλλί: ~ είναι σκυλιά του σαλονιού.

[λόγ. < γαλλ. caniche]

[Λεξικό Κριαρά]
κανισκεύγω,
βλ. κανισκεύω.
[Λεξικό Κριαρά]
κανίσκευμα το· κανίσκεμαν.
  • 1) Δώρο, χάρισμα:
    • (Ιστ. Μαρκ. 241).
  • 2) Δωροδοκία:
    • (Σαχλ., Αφήγ. 363).

[<κανισκεύω + κατάλ. μα. Τ. κανίσκεμα στο Βλάχ. Η λ. στο Somav. (λ. σκεμα)]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες