Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κανάτι το.
-
- Mικρό δοχείο για νερό ή κρασί:
- (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 247v).
[<ουσ. κανάτα + κατάλ. ‑ι. H λ. στο Du Cange (λ. ‑τα) και σήμ.]
- Mικρό δοχείο για νερό ή κρασί:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κανάτι 1 το [kanáti] Ο44 : 1. είδος πήλινου αγγείου, μικρή στάμνα: Έφερε νερό με το ~. 2. δοχείο για ούρηση ή αφόδευση.
κανατάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. κανάτι < κανάτ(α) υποκορ. -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κανάτι 2 το : (τεχν., λαϊκότρ.) παραθυρόφυλλο από συμπαγές ξύλο, χωρίς γρίλιες.
[τουρκ. kanat -ι]



