Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κανάρι το [kanári] Ο44 θηλ. κανάρα [kanára] Ο25α : (σπάν.) καναρίνι.
[παλ. ιταλ. canario (αρσ.), πληθ. canari που θεωρήθηκε ουδ. εν.· κανάρ(ι) μεγεθ. -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καναρινής -ιά -ί [kanarinís] Ε8 & καναρινί [kanariní] Ε (άκλ.) : που έχει το κίτρινο χρώμα του καναρινιού. || (ως ουσ.) το καναρινί, το καναρινί χρώμα.
[καναρίν(ι) -ής· καναρίν(ι) -ί 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καναρίνι το [kanaríni] Ο44 : μικρό ωδικό πτηνό, του οποίου το πιο γνωστό είδος έχει κίτρινο πτέρωμα και ζει και πολλαπλασιάζεται σε αιχμαλωσία (σε κλουβί).
καναρινάκι το YΠΟKΟΡ. [βεν. canarin -ι]



