Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κανάκι το.
-
- 1)
- α) Τρυφερές εκδηλώσεις, χάδια, γλυκά λόγια, καλοπιάσματα:
- (Ερωτόκρ. Γ´ 1507), (Ροδολ. Ε´ 253)·
- φρ. κάνω κανάκια, βλ. κάμνω Φρ. 43·
- β) (προκ. για παιδιά) περιποιήσεις, χάδια, παινέματα:
- (Θυσ. 430).
- α) Τρυφερές εκδηλώσεις, χάδια, γλυκά λόγια, καλοπιάσματα:
- 2) Απόλαυση, αίσθημα ευφροσύνης, γλυκύτητας:
- εις μουσικά κανάκια (Ζήν. Ε´ 29).
- 3) Ακκισμός, νάζι:
- να πορπατούν να χαίρουνται με διώμα και κανάκι (Γεωργηλ., Θαν. 162).
[<αρχ. ουσ. καναχή (Ανδρ.) ή σχετ. με ιδιωμ. καννάκι «πήχυς των άνω άκρων» (Αλεξίου Στ., Ερωτόκρ., σ. 475 και ο ίδιος 1981: Ι 182, IV 9-10). Η λ. στο Βλάχ. (‑ια) και σήμ.]
- 1)
- κανάκια τα [kanáka] Ο44α : (οικ.) χάδια και γενικά, πολύ τρυφερή φροντίδα.
[πληθ. του μσν. κανάκι < κανάκιον ίσως < αρχ. καναχή `οξύς ήχος΄ από τις κραυγές που κάνουν τα μικρά όταν τα κανακεύουν, με εισαγωγή του επιθήματος -άκι]
- κανακιασμένος, μτχ. επίθ.
-
- (Προκ. για παιδί) χαϊδεμένος:
- (Eρωτόκρ. A´ 77 κριτ. υπ).
[μτχ. παρκ. του *κανακιάζω (<κανακίζω) ή <ουσ. κανάκι με επίδρ. μτχ. σε ‑ιασμένος]
- (Προκ. για παιδί) χαϊδεμένος:
- κανακίζω.
-
- 1)
- α) Κουνώ στα χέρια μου νήπιο για να το ευχαριστήσω:
- ως βρέφος σ’ εκανάκιζαν τα χέρια τα δικά μου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [74])·
- β) γλυκομιλώ, εκφράζω αισθήματα αγάπης, τρυφερότητας:
- (Ερωτόκρ. Α´ 1806)·
- Δε μου μιλείς, δε μου γελάς και δε με κανακίζεις; (Θυσ. 1119).
- α) Κουνώ στα χέρια μου νήπιο για να το ευχαριστήσω:
- 2) (Προκ. για άψυχα) περιποιούμαι, φροντίζω με προσοχή κι αγάπη:
- να σκάπτουν το αμπέλι του και να το κανακίσουν (Αιτωλ., Μύθ. 514).
[<ουσ. κανάκι + κατάλ. ‑ίζω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1)
- κανάκισμα το.
-
- Χάδι, καλοπιάσματα:
- (Πεντ. Δευτ. XXVIII 56).
[<αόρ. του κανακίζω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Χάδι, καλοπιάσματα:
- κανακιστά, επίρρ.
-
- Χαϊδευτικά, με μαλακό, τρυφερό τρόπο:
- σιργουλιστά, κανακιστά και σιγανά μιλεί της (Ερωτόκρ. Δ´ 82).
[<επίθ. κανακιστός. Η λ. και σήμ. κρητ.]
- Χαϊδευτικά, με μαλακό, τρυφερό τρόπο: