Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καμώνω ‑ομαι.
-
- 1) (Ενεργ. και μέσ., μτβ. και αμτβ.) προσποιούμαι, υποκρίνομαι:
- οι άρχοντες … εκαμώνουντα πως δεν ηξεύρουν τίποτας (Σουμμ., Ρεμπελ. 182).
- 2) (Ενεργ.) αροτριώ:
- αν ήτον να κάμει το περιβόλιν οπού εποντίζετον, αν ουδέν είχεν καμωθεί εις τον καιρόν του (Ασσίζ. 32828).
[<αόρ. έκαμον-κάμω του κάμνω + κατάλ. ‑ώνω. Το μέσ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) (Ενεργ. και μέσ., μτβ. και αμτβ.) προσποιούμαι, υποκρίνομαι: