Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καμπούριασμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμπούριασμα το [kambúrjazma] Ο49 : η στάση που παίρνει το σώμα: α. όταν υπάρχει παθολογική κύρτωση της σπονδυλικής στήλης· κύφωση. β. όταν κάποιος στέκεται ή περπατάει σκυφτός.

[καμπουριασ- (καμπουριάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες