Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καμπανίτης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμπανίτης ο [kambanítis] Ο10 : η σαμπάνια, σε λόγια ή σε κάπως εξεζητημένη γλώσσα: Έρευσε (άφθονος) ο ~, πειραχτικά για να δηλώσουμε την αφθονία και την πολυτέλεια σε ένα γεύμα, σε μια δεξίωση κτλ. || (ως επίθ.): ~ οίνος.

[λόγ. < ελνστ. Καμπαν(ία) -ίτης < λατ. Campania απόδ. γαλλ. champagne < τοπων. Champagne (< λατ. Campania)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go