Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καμπίσιος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμπίσιος -α -ο [kambísxos] Ε4 : ANT βουνίσιος. 1. (για έμψ.) που ζει σε πεδινή περιοχή ή που κατάγεται από αυτή: Kαμπίσια πέρδικα. || (ως ουσ.) ο καμπίσιος, κάτοικος του κάμπου. 2. (για άψ.) που βρίσκεται ή που παράγεται σε πεδινή περιοχή: Kατέβηκαν από τα ψηλά βουνά στα καμπίσια χωριά.

[κάμπ(ος) -ίσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες