Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καμπίνα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμπίνα η [kabína] Ο25 : μικρός περίκλειστος χώρος: 1. σε πλοίο, μικρό δωμάτιο με κουκέτες για τους επιβάτες: ~ λουξ / A' θέσης / μονόκλινη / δίκλινη. 2. σε πλαζ, δωματιάκι συνήθ. ξύλινο που χρησιμεύει ως αποδυτήριο. 3. μικρός ιδιαίτερος χώρος για τον οδηγό σε αεροπλάνο, τρένο, φορτηγό αυτοκίνητο κτλ., με τα όργανα οδηγήσεως: H ~ του πιλότου / του μηχανοδηγού / του χειριστή εκσκαφέα. || H ~ του ασανσέρ, ο θαλαμίσκος των επιβατών. H ~ του ΟTΕ, θάλαμος με κοινόχρηστο τηλέφωνο.

[ιταλ. cabina < γαλλ. cabine < αγγλ. cabin]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go