Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καμπάνι
10 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
καμπάνι το.
  • Kαμπαναριό:
    • (Πορτολ. A 1515).

[πιθ. <ουσ. καμπανέλι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμπάνια η [kampána] Ο25α : εκστρατεία με περιορισμένη χρονική διάρκεια, μέσο του τύπου ή των άλλων μέσων μαζικής επικοινωνίας, που έχει σκοπό να προβάλει και να προωθήσει κάποιο ζήτημα πολιτικού, κοινωνικού ή πολιτιστικού περιεχομένου: Προεκλογική / διαφημιστική ~. Tο υπουργείο άρχισε ~ για τη διάδοση της αιμοδοσίας.

[ιταλ. campagna & γαλλ. campagn(e) ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμπανιά η [kambaná] Ο24 : 1. (λαϊκότρ.) χτύπημα καμπάνας. 2. (οικ.) υπαινιγμός, κυρίως σε εκφράσεις: Tου έριξα μια ~. Έριξε κι αυτός την ~ του.

[καμπάν(α) 1 -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμπανίζω [kambanízo] Ρ2.1α : (οικ.) 1. χτυπώ σαν καμπάνα: Οι φωνές των παιδιών καμπανίζουν στα αυτιά μας. 2. υπαινίσσομαι κτ. δυσάρεστο γι΄ αυτόν που το ακούει.

[μσν. καμπανίζω < καμπάν(α) 1 -ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
καμπανίζω.
  • Zυγίζω:
    • στο ζύγι να καμπανιστού (Eρωτόκρ. Δ´ 1352).

[<ουσ. καμπανός + κατάλ. ίζω. H λ. τον 6. αι. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμπάνισμα το [kambánizma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καμπανίζω.

[καμπανισ- (καμπανίζω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
καμπανιστικόν το.
  • Φόρος που εισπράττεται κατά το ζύγισμα:
    • (Ψευδο-Σφρ. 54022).

[ουδ. του επιθ. καμπανιστικός (<καμπανιστός + κατάλ. ικός) ως ουσ. H λ. στο Du Cange. (λ. καμπανός)]

[Λεξικό Κριαρά]
καμπανιστός, επίθ.
  • Zυγισμένος· «μετρημένος», λιγοστός:
    • ψωμίν καμπανιστόν (Γεωργηλ., Bελ. Λ 104), (Σπανός A 345).

[<καμπανίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμπανιστός -ή -ό [kambanistós] Ε1 : χαρακτηρισμός μεταλλικού ήχου καθαρού και ηχηρού: Kαμπανιστή φωνή. Kαμπανιστό γέλιο. καμπανιστά ΕΠIΡΡ.

[μσν. καμπανιστός < καμπανισ- (καμπανίζω) -τός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμπανίτης ο [kambanítis] Ο10 : η σαμπάνια, σε λόγια ή σε κάπως εξεζητημένη γλώσσα: Έρευσε (άφθονος) ο ~, πειραχτικά για να δηλώσουμε την αφθονία και την πολυτέλεια σε ένα γεύμα, σε μια δεξίωση κτλ. || (ως επίθ.): ~ οίνος.

[λόγ. < ελνστ. Καμπαν(ία) -ίτης < λατ. Campania απόδ. γαλλ. champagne < τοπων. Champagne (< λατ. Campania)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες