Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμουτσικιά η [kamutsiká] & (προφ.) καμτσικιά η [kamtsiká] Ο24 : χτύπημα με καμουτσίκι: Ο αμαξάς έδωσε μια ~ στο άλογο.
[καμουτσίκ(ι), καμτσίκ(ι) -ιά]



