Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καμινέτο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμινέτο το [kaminéto] Ο39 : 1. μικρή φορητή οικιακή συσκευή που καίει με οινόπνευμα και που χρησιμοποιείται για πρόχειρο μαγείρεμα, συνήθ. για το βράσιμο του καφέ. || Hλεκτρικό ~, μικρό ηλεκτρικό μάτι. 2. (τεχν.) φλόγιστρο. καμινετάκι το YΠΟKΟΡ.

[ιταλ. (κεντρική διάλ.) caminetto (κοινή ιταλ.: `μικρό τζάκι΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go