Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμεραμάν ο [kámeramán] Ο (άκλ.) : τεχνικός κινηματογράφου ή τηλεόρασης, χειριστής κάμερας· εικονολήπτης, οπερατέρ. || διευθυντής φωτογραφίας.
[λόγ. < αγγλ. cameraman]