Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καμεραμάν
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμεραμάν ο [kámeramán] Ο (άκλ.) : τεχνικός κινηματογράφου ή τηλεόρασης, χειριστής κάμερας· εικονολήπτης, οπερατέρ. || διευθυντής φωτογραφίας.

[λόγ. < αγγλ. cameraman]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go