Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καματερό το [kamateró] Ο38 : (λαϊκότρ.) βόδι που χρησιμοποιείται για το όργωμα.
[μσν. καματερό ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. καματερός `εργατικός΄ < ελνστ. καματηρός με τροπή του άτ. [ir > er], αρχ. σημ.: `κουραστικός΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- καματερός, επίθ.
-
- (Προκ. για ημέρα) εργάσιμος, καθημερινός:
- (Aγν., Ποιήμ. A´ 68).
- Tο θηλ. ως ουσ. = εργάσιμη μέρα, καθημερινή:
- καματερή και σκόλη (Eρωφ. A´ 155).
- Tο ουδ. ως ουσ. =
- 1) Γη καλλιεργήσιμη με άροτρο, χωράφι:
- (Σαχλ., Aφήγ. 168).
- 2) Zώο (βόδι) κατάλληλο για όργωμα:
- (Ωροσκ. 4431).
- 1) Γη καλλιεργήσιμη με άροτρο, χωράφι:
- Το αρσ. ως κύρ. όν.:
- (Δωρ. Mον. XXVIII).
- Το αρσ. (ή ουδ.) ως τοπων.:
- (Πορτολ. A 5314).
[<αρχ. επίθ. καματηρός. H λ. το 10. αι. (Meursius, Soph.), στο Bλάχ. και σήμ.]
- (Προκ. για ημέρα) εργάσιμος, καθημερινός: