Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καμαροφρύδης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμαροφρύδης ο [kamarofríδis] Ο11 θηλ. καμαροφρύδα [kamarofríδa] Ο25α : (λογοτ.) αυτός που έχει καμαρωτά, καμπυλωτά φρύδια.

[καμάρ(α) ο- + φρύδ(ι) -ης· καμαροφρύδ(ης) -α]

[Λεξικό Κριαρά]
καμαροφρύδης, επίθ.
  • Που έχει φρύδια καμαρωτά, τοξωτά:
    • Kαμαροφρυδούσα κόρη (Ch. pop. 121).

[<ουσ. καμαροφρύδι (Δημ.). H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες