Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμακιά η [kamaká] Ο24 : το χτύπημα με το καμάκιI.
[μσν. καμακιά < καμάκ(ι) -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- καμακιά η.
-
- Xτύπημα με καμάκι:
- οι καμακιές οι τόσες οπού ερίκταν οι πεζοί, ως η βροχή επέφταν (Xρον. Tόκκων 266 (έκδ. κάμακες)).
[<ουσ. καμάκι + κατάλ. ‑ιά. H λ. και σήμ.]
- Xτύπημα με καμάκι:



