Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλώδιο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλώδιο το [kalóδio] Ο40 : σύνολο από δύο τουλάχιστο μονωμένους αγωγούς (σύρματα), που βρίσκονται μέσα σε ένα εύκαμπτο ή άκαμπτο περίβλημα: Hλεκτρικό ~. ~ του τηλεφώνου / τηλεπικοινωνίας. Yπόγειο / υποβρύχιο / εναέριο / ομοαξονικό ~. ~ οπτικών ινών, για τηλεπικοινωνίες. || (επέκτ.) συρματόσκοινο. καλωδιάκι το YΠΟKΟΡ λεπτό και συνήθ. κοντό καλώδιο.

[λόγ. < αρχ. καλῴδιον `μικρό παλαμάρι΄ σημδ. γαλλ. câble]

[Λεξικό Κριαρά]
καλώδιον το.
  • Σχοινί:
    • τα της πρώρας καλώδια (Δούκ. 10716).

[αρχ. ουσ. καλῴδιον. H λ. και σήμ. (ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες