Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλύπτρα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλύπτρα η [kalíptra] Ο25 : είδος καλύμματος και ειδικότερα: I1. (λόγ.) γυναικείο κάλυμμα του κεφαλιού ή του προσώπου: H ~ των μουσουλμανίδων, φερετζές. 2. κάλυμμα κεφαλής κληρικού: H ~ του πατριάρχη. II. (βοτ.) ιστός, με τριγωνικό σχήμα, που καλύπτει τη ρίζα του φυτού και έτσι τη διευκολύνει να εισχωρεί βαθιά στο χώμα.

[λόγ. < αρχ. καλύπτρα `πέπλος, σκέπασμα΄]

[Λεξικό Κριαρά]
καλύπτρα η.
  • Κάλυμμα κεφαλής των στρατιωτών:
    • εκέλευσε τας λευκάς καλύπτρας υποκρύπτειν τον καθένα (Δούκ. 23926).

[αρχ. ουσ. καλύπτρα. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες