Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλύβι
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλύβι το [kalívi] Ο44 : καλύβα. || (μειωτ. ή συναισθ.) φτωχικό σπιτάκι. καλυβάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. καλύβι(ν) < ελνστ. καλύβιον υποκορ. του αρχ. καλύβη]

[Λεξικό Κριαρά]
καλύβι το· καλύβιν· καλύβιον.
  • 1) Μικρό σπίτι κατασκευασμένο με χόρτα ή σανίδια:
    • καλύβιν βλέπω χόρτινον απάνω εις το λιθάριν (Λίβ. Sc. 1605).
  • 2) Σκηνή:
    • εις τα καλύβια εκάθισα τα παιδιά του Ισραέλ, όνταν έβγαλα αυτουνούς από την ηγή την Αίγυφτο (Πεντ. Λευιτ. XXIII 42
    • έκφρ. γιορτή των Καλυβιών = η ιουδαϊκή γιορτή της Σκηνοπηγίας:
      • (Πεντ. Λευιτ. XXIII 34), (Δευτ. XVI 13).

[μτγν. ουσ. καλύβιον. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
καλύβι(ο)ν το,
βλ. καλύβι.
[Λεξικό Κριαρά]
καλυβίζομαι.
  • Βρίσκω κατάλυμα, φιλοξενούμαι:
    • σπίτιν και απαντοχή να καλυβιστούν (Γεωργηλ., Θαν. 610).

[<ουσ. καλύβι + κατάλ. ίζομαι. Η λ. στο Du Cange (ειν)]

[Λεξικό Κριαρά]
καλυβίτης ο.
  • Aυτός που ζει σε καλύβι·
    • (εδώ ως επών. αγίου):
      • άγιος Ιωάννης ο Καλυβίτης (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 390r).

[μτγν. ουσ. καλυβίτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες