Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλόψυχα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καλόψυχα, επίρρ.
  • Σε καλή ψυχική διάθεση:
    • καλόψυχα τον ηύρασιν στην τσάμπραν του απέσω (Χρον. Μορ. H 8551).

[<επίθ. καλόψυχος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες