Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καλόστρωτος, επίθ.
-
- Kαλοστρωμένος, ομαλός:
- στον κάμπον τον καλόστρωτον (Kορων., Mπούας 25).
[<καλοστρώνω (Δημ.). H λ. στο Somav.]
- Kαλοστρωμένος, ομαλός:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<καλοστρώνω (Δημ.). H λ. στο Somav.]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |