Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλόσαρκος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καλόσαρκος, επίθ.
  • Που έχει καλή σάρκα, καλοκαμωμένος:
    • να έναι καλόσαρκον και λιπαρόν και παχύν το παιδίον (Σταφ., Iατροσ. 16464).

[<επίθ. καλός + ουσ. σάρκα. H λ. στο Somav. και σήμ. κρητ. (Πιτυκ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες