Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλόμοιρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καλόμοιρος, επίθ.
  • Kαλότυχος, ευτυχισμένος:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1003]).

[<επίθ. καλός + ουσ. μοίρα. H λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες