Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καλόμοιρος, επίθ.
-
- Kαλότυχος, ευτυχισμένος:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1003]).
[<επίθ. καλός + ουσ. μοίρα. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Kαλότυχος, ευτυχισμένος:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<επίθ. καλός + ουσ. μοίρα. H λ. στο Somav. και σήμ.]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |