Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καλόγουστος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλόγουστος -η -ο [kalóγustos] Ε5 : ANT κακόγουστος. α. για κτ. που φανερώνει το καλό γούστο εκείνου που το έκανε ή το διάλεξε: Kαλόγουστη διακόσμηση / επίπλωση. Kαλόγουστο ντύσιμο. β. για πρόσωπο που το χαρακτηρίζει η καλαισθησία, το καλό γούστο. καλόγουστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. καλο- + γούστ(ο) -ος μτφρδ. γαλλ. de bon goût]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go